παρνασσιακός

παρνασσιακός
-ή, -ό
1. αυτός που προέρχεται από τον Παρνασσό.
2. (λογοτ.), ως ουσ., παρνασσιακός οπαδός της γαλλικής ποιητικής σχολής του Παρνασσού, που πιστεύει στην αυστηρή τήρηση των στιχουργικών κανόνων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρνάσ(σ)ιος — α, ον / παρνάσ(σ)ιος, ον, ΝΑ [Παρνασ(σ)ός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παρνασσό, ο παρνασσιακός 1. νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Παρνάσσιοι οι παρνασσιακοί ποιητές, οι οπαδοί τής ποιητικής σχολής τού Παρνασσισμού …   Dictionary of Greek

  • παρνασσιακοί — Όνομα που δόθηκε στους ποιητές οι οποίοι στην περίοδο περίπου 1850 55 έδωσαν ώθηση στη Γαλλία σε ένα λογοτεχνικό ρεύμα που ονομάστηκε Παρνασσός. Το κίνημα ονομάστηκε έτσι από τον τίτλο της ανθολογίας Σύγχρονος Παρνασσός, μια συλλογή νέων στίχων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”