- παρνασσιακός
- -ή, -ό1. αυτός που προέρχεται από τον Παρνασσό.2. (λογοτ.), ως ουσ., παρνασσιακός οπαδός της γαλλικής ποιητικής σχολής του Παρνασσού, που πιστεύει στην αυστηρή τήρηση των στιχουργικών κανόνων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.